- ψάλλων
- ψάλλωpluckpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπηχώ — έω, ΜΑ [ἠχῶ] 1. υποδεικνύω, υπαγορεύω («θεὸν διδάσκαλον ὑπηχοῡντα ἐν τῷ ἀδύτῳ τῆς ψυχῆς ἡμῶν παρεῑναι εὐχόμενοι», Ωριγ.) 2. (στην ψαλμωδία) συνοδεύω με τη δική μου φωνή («ὁ ψάλλων ψάλλει μόνος κἂν πάντες ὑπηχῶσιν, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἡ φωνὴ… … Dictionary of Greek
ՍԱՂՄՈՍԱՍԱՑ — (ի, աց.) NBH 2 0690 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 14c ա.գ. ψάλτης յորմէ Փսաղտ. psaltes, psalta, psalmista ψάλλων cantor ἰεροψαλτής sacrorum cantor ᾅδων, ᾅδουσα cantor, cantatrix. Որ սաղմոս ասէ կամ երգէ. երգիչ սաղմոսաց. սաղմոսերգու … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)